- καρκινώματος
- καρκίνωμαneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκινωματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρκίνωμα 2. αυτός που έχει την όψη ή τη φύση τού καρκινώματος, που προκαλείται από καρκίνο ή οφείλεται σε καρκίνο («καρκινωματώδης εξαλλαγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνωμα, τος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ακανθ ώδης,… … Dictionary of Greek
καρκινώδης — ες (Α καρκινώδης, ες) αυτός που έχει την ασθένεια τού καρκίνου ή τη μορφή και τη φύση καρκινώματος («καρκινώδης όγκος» καρκίνος, καρκίνωμα, κακοήθης όγκος) αρχ. καρκινοειδής*, όμοιος με καρκίνο, με κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + κατάλ. ώδης… … Dictionary of Greek
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
μούρο — το (Μ μοῡρο[ν]) ο καρπός τής μουριάς νεοελλ. είδος καρκινώματος που μοιάζει κατά το σχήμα με μούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόρον* με κώφωση τού ο σε ου ] … Dictionary of Greek
σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
ινοκυστικές αλλαγές του μαστού — Καλοήθης κατάσταση του γυναικείου μαστού, που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του συνδετικού ιστού ή και του αδενικού επιθηλίου, σχηματισμό κυστών κλπ. Σύγχρονα έγκυρα συγγράμματα αναφέρονται στην κατάσταση αυτή ως ι. α. του μ., ενώ άλλα υιοθετούν… … Dictionary of Greek
Μακκάς, Μαθιός — (Αθήνα 1879 – 1965). Γιατρός. Το 1912 έγινε υφηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα χρημάτισε διευθυντής των χειρουργικών κλινικών του Ευαγγελισμού (1930) και του Ερυθρού Σταυρού (1930 35) και μέλος… … Dictionary of Greek
μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… … Dictionary of Greek
νεοπλασίες — Λέγονται και όγκοι. Παθολογικοί σχηματισμοί που οφείλονται σε άτακτο πολλαπλασιασμό κυττάρων. Οι ν. διακρίνονται με ιστολογικά και κλινικά κριτήρια που μπορεί να συμπίπτουν σε καλοήθεις και κακοήθεις. Καλούνται καλοήθεις οι ν. που σχηματίζονται… … Dictionary of Greek